- χειμωνιάτικα
- Νεπίρρ. βλ. χειμωνιάτικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειμωνιάτικος — η, ο, Ν 1. χειμερινός 2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα 3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα 4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα) 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
ξεκρεμώ — άω κατεβάζω κάτι που είναι κρεμασμένο («ξεκρέμασα τα χειμωνιάτικα ρούχα από την ντουλάπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κρεμώ] … Dictionary of Greek
Άβερκαμπ, Χέντρικ — (Hendrik Avercamp, Άμστερνταμ 1585 – Κάμπεν 1663;).Ολλανδός ζωγράφος. Έζησε περισσότερο στο Κάμπεν, που το ζωγράφισε σ’ έναν από τους τελευταίους πίνακές του με τίτλο Χειμώνας.Η ζωή του ήταν πολυτάραχη. Ζωγράφιζε κατά προτίμηση χειμωνιάτικα τοπία … Dictionary of Greek
ημεροκαλλίδα — (Ηemerocallis). Ποώδη μονοκοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών. Περιλαμβάνει 6 είδη της κεντρικής Ευρώπης, της εύκρατης Ασίας και της Ιαπωνίας. Πολλές ποικιλίες που προέρχονται από διασταυρώσεις και επιλογή των άγριων ειδών… … Dictionary of Greek
καθαριστήριο — το κατάστημα όπου καθαρίζουν ενδύματα κ.ά.: Με τον ερχομό της άνοιξης στέλνουμε πολλά χειμωνιάτικα ρούχα στο καθαριστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)